Το
χρέος που απαιτούν να πληρώσει η Ελλάδα
είναι επονείδιστο - Η μελέτη αυτή
αποδεικνύει ότι η ελληνική κρίση που
ξέσπασε το 2010 προήλθε από τον ιδιωτικό
τραπεζικό τομέα. Δεν είναι αποτέλεσμα
υπέρμετρων δημόσιων δαπανών. Το
υποτιθέμενο πρόγραμμα διάσωσης της
Ελλάδας σχεδιάστηκε για να υπηρετήσει
τα συμφέροντα των ιδιωτών τραπεζιτών
καθώς και των χωρών που κυριαρχούν στην
ευρωζώνη. Η υιοθέτηση του ευρώ από την
Ελλάδα έπαιξε καίριο ρόλο μεταξύ των
παραγόντων που συνέβαλαν στην κρίση. Η
ανάλυση που περιέχεται σε αυτό το κείμενο
παρουσιάστηκε στην Αθήνα, την 6η Δεκεμβρίου
2016, κατά την συνάντηση της Ελληνικής
Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους.
Eric
Toussaint
Μέρος
4ο - Εξέλιξη του ιδιωτικού και του δημόσιου
χρέους της Ελλάδας από το 2000-2001
Το χρέος
του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε κατά πολύ
κατά την δεκαετία του 2000. Τα νοικοκυριά,
στα οποία οι τράπεζες και όλος ο ιδιωτικός
εμπορικός τομέας (μεγάλη διανομή,
αυτοκίνητα, κατασκευές,…) πρότειναν
δελεαστικούς όρους πίστωσης, προσέφυγαν
μαζικά στον δανεισμό, όπως και οι μη
χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και οι
τράπεζες που μπορούσαν να δανείζονται
με χαμηλό κόστος (χαμηλά πραγματικά
επιτόκια που οφείλονταν ειδικότερα
στον πληθωρισμό που ήταν σημαντικότερος
στην Ελλάδα απ’ ό,τι στις πιο
βιομηχανοποιημένες χώρες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το
Μπενελούξ, …). Πέραν αυτών, η μετάβαση
στο ευρώ είχε προκαλέσει σημαντική
αύξηση του κόστους ζωής για τα νοικοκυριά,
σε μια χώρα όπου οι δαπάνες για βασικά
είδη διατροφής αποτελούσαν περίπου 50%
του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Ο ιδιωτικός
δανεισμός ήταν ο κινητήριος μοχλός της
οικονομίας της Ελλάδας, όπως και στην
Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Σλοβενία
και σε άλλες χώρες του πρώην Ανατολικού
μπλοκ που προσχώρησαν στην ΕΕ. Χάρη στο
ισχυρό ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες (στις
οποίες πρέπει να προσθέσουμε τις
ελληνικές θυγατρικές των ξένων τραπεζών)
μπορούσαν να επεκτείνουν τις διεθνείς
τους δραστηριότητες και να χρηματοδοτήσουν
τις εθνικές τους δραστηριότητες με
μικρότερο κόστος. Και δανείστηκαν με
φρενήρη ρυθμό.
Ο παρακάτω
πίνακας δείχνει πως η προσχώρηση της
Ελλάδας στην ευρωζώνη το 2001 επιτάχυνε
και ενίσχυσε τις εισροές χρηματοπιστωτικών
κεφαλαίων που αντιστοιχούν σε δάνεια
και σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου («Μη
άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό» στον
πίνακα, δηλαδή, εισροές που δεν αντιστοιχούν
σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις) ενώ η
μακροπρόθεσμη επένδυση («Άμεσες
επενδύσεις στο εξωτερικό») παρέμενε
στάσιμη.
Γράφημα
1 – Εισροές χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων
στην Ελλάδα (1999-2009)
Χάρη
στην τεράστια ρευστότητα που τέθηκε
στη διάθεσή τους από τις κεντρικές
τράπεζες το 2007-2009, οι τράπεζες της Δυτικής
Ευρώπης (προπάντων οι γερμανικές και
γαλλικές τράπεζες αλλά και οι ιταλικές,
βελγικές, ολλανδικές, βρετανικές, του
Λουξεμβούργου…) συνέχισαν να δανείζουν
μαζικά την Ελλάδα (τόσο τον ιδιωτικό
τομέα αλλά και τον δημόσιο τομέα).
Πρέπει
να προσθέσουμε σε αυτές και τράπεζες
της Ελβετίας και των ΗΠΑ. Πρέπει επίσης
να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, για τους
τραπεζίτες της Δυτικής Ευρώπης, η ένταξη
της Ελλάδας στο ευρώ αποτέλεσε πρόσθετη
ένδειξη εμπιστοσύνης και ήταν πεπεισμένοι
ότι τα αντίστοιχα Κράτη τους θα τους
στήριζαν σε περίπτωση προβλήματος. Τους
τραπεζίτες αυτούς δεν τους απασχόλησε
το αν η Ελλάδα ήταν σε θέση να αποπληρώσει
το δανεισμένο κεφάλαιο και θεώρησαν
ότι μπορούσαν να αναλάβουν πολύ υψηλά
ρίσκα στην Ελλάδα. Μέχρι τώρα, η Ιστορία
τους δικαίωσε: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
και, ειδικότερα, η γαλλική και η γερμανική
κυβέρνηση παρείχαν αμέριστη στήριξη
στους ιδιώτες τραπεζίτες της Δυτικής
Ευρώπης. Αποδεχόμενοι όμως να
κοινωνικοποιήσουν τις ζημίες των
τραπεζών, η ευρωπαίοι κυβερνώντες
οδήγησαν τα δημόσια οικονομικά σε άθλια
κατάσταση.
Το
παρακάτω γράφημα δείχνει ότι οι τράπεζες
των χωρών της Δυτικής Ευρώπης αύξησαν
τον δανεισμό τους προς την Ελλάδα. Μια
πρώτη φορά μεταξύ Δεκεμβρίου 2005 και
Μαρτίου 2007 (κατά την περίοδο αυτή, ο
όγκος των δανείων αυξήθηκε κατά 50%,
περνώντας από κάτι λιγότερο από 80 δις
στα 120 δις δολάρια). Στη συνέχεια, και
ενώ η κρίση των subprimes είχε ξεσπάσει στις
ΗΠΑ, τα δάνεια παρουσίασαν και πάλι
σημαντική αύξηση (+33%) μεταξύ Ιουνίου
2007 και καλοκαιρού 2008 (περνώντας από τα
120 στα 160 δις δολάρια). Έπειτα, διατηρήθηκαν
σε πολύ υψηλό επίπεδο (περίπου 120 δις
δολάρια).
Αυτό
σημαίνει ότι οι ιδιωτικές τράπεζες της
Δυτικής Ευρώπης χρησιμοποίησαν τα
χρήματα που τους δάνειζε μαζικά και
φτηνά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και
η Federal Reserve των ΗΠΑ για να αυξήσουν τις
πιστώσεις τους προς χώρες όπως η Ελλάδα.
Καθώς εδώ τα επιτόκια ήταν υψηλότερα,
μπόρεσαν να αποκομίσουν σημαντικότατα
κέρδη. Έτσι, οι ιδιωτικές τράπεζες έχουν
πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης στον
υπερβολικό δανεισμό του ελληνικού
ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Γράφημα
2 – Εξέλιξη των υποχρεώσεων των τραπεζών
τη Δυτικής Ευρώπης έναντι της Ελλάδας
(σε δις δολάρια)
Όπως δείχνει το παρακάτω
ενημερωτικό γράφημα, η συντριπτική
πλειοψηφία του εξωτερικού ελληνικού
χρέους κατέχονταν από ευρωπαϊκές
τράπεζες, ειδικότερα από γαλλικές,
γερμανικές, ιταλικές, βελγικές, ολλανδικές,
βρετανικές τράπεζες αλλά και τράπεζες
του Λουξεμβούργου.
Γράφημα
3 – Ξένοι κάτοχοι (σχεδόν αποκλειστικά
ξένες τράπεζες και άλλες χρηματοπιστωτικές
εταιρείες) τίτλων του ελληνικού χρέους
(τέλος 2008)
Σύμφωνα με μελέτη της Barclays με
θέμα το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας
κατά το 3ο τρίμηνο του 2009, η κατανομή
είναι σε γενικές γραμμές η ίδια (προσοχή:
παρακάτω τα ποσά είναι σε δολάρια ΗΠΑ).
Το ενδιαφέρον του παρακάτω ενημερωτικού
γραφήματος είναι ότι δείχνει πως οι
μεγάλοι γαλλικοί ασφαλιστικοί όμιλοι
ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένοι, όπως και
επενδυτικά κεφάλαια με έδρα το
Λουξεμβούργο.
Γράφημα
4 – Οι πιστωτές του ελληνικού χρέους
Στο τέλος του 3ου τριμήνου του
2009, η Ελλάδα είχε χρέος ύψους περίπου
390 δις δολαρίων. Σχεδόν τα τρία τέταρτα
του χρέους αυτού βρίσκονται στην κατοχή
ξένων θεσμών, κατά πλειοψηφία ευρωπαϊκών.
Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το
2016, ο Γιάνης Βαρουφάκης περιγράφει τα
κίνητρα των ιδιωτικών γερμανικών,
γαλλικών, κλπ., τραπεζών οι οποίες
δάνεισαν μαζικά, στα πλαίσια της
ευρωζώνης, στις χώρες της ευρωπαϊκής
περιφέρειας, με την στήριξη των κυβερνήσεών
τους. Ιδού ένα μεγάλο απόσπασμα:
«Όταν οι αγορές πείστηκαν ότι
κανείς δεν θα έφευγε ποτέ από την
ευρωζώνη, οι γερμανοί και γάλλοι
τραπεζίτες άρχισαν να βλέπουν τον
ιρλανδό ή έλληνα δανειολήπτη ως το
αντίστοιχο ενός γερμανού πελάτη, σαν
να είχε την ίδια φερεγγυότητα. Ήταν
λογικό. Αφού οι πορτογάλοι, αυστριακοί
και μαλτέζοι δανειολήπτες πληρώνονταν
όλοι σε ευρώ, για ποιόν λόγο να τους
επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση;
Κι αν το ρίσκο που συνεπάγονταν ο
δανεισμός σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο,
επιχείρηση ή Κράτος δεν μετρούσε, αφού
τα δάνεια - άμα τη υπογραφή τους - θα
σκορπίζονταν στο σύνολο του γνωστού
κόσμου, γιατί να μην επιφυλάσσεται η
ίδια αντιμετώπιση στους εν δυνάμει
δανειολήπτες απανταχού της ευρωζώνης;
Εφόσον
οι Έλληνες και οι Ιταλοί κέρδιζαν πλέον
χρήμα σε ένα νόμισμα που δεν θα μπορούσε
ποτέ πια να υποτιμηθεί έναντι του
γερμανικού νομίσματος, οι γερμανικές
και οι γαλλικές τράπεζες θεώρησαν πως
το να δανείζουν στις μεσογειακές χώρες
ήταν το ίδιο επωφελές με το να δανείζουν
στις Κάτω Χώρες ή στην Γερμανία.
Στην πραγματικότητα, αφότου
εφευρέθηκε το ευρώ, ήταν πιο επικερδές
να δανείζουν στους ιδιώτες, στις
επιχειρήσεις και στις τράπεζες των
ελλειμματικών Κρατών Μελών παρά στους
γερμανούς ή αυστριακούς πελάτες. Γιατί;
Διότι, στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην
Νότια Ιταλία, ο ιδιωτικός δανεισμός
ήταν εξαιρετικά χαμηλός. Σίγουρα, οι
άνθρωποι ήταν σε γενικές γραμμές πιο
φτωχοί απ’ ό,τι στη Βόρεια Ευρώπη,
κατοικούσαν σε πιο ταπεινές κατοικίες,
οδηγούσαν παλιότερα αυτοκίνητα, και
ούτω καθεξής, αλλά η κατοικία τους ήταν
ιδιοκτησία τους, δεν είχαν το αυτοκίνητό
τους επιβαρυμένο με δάνειο και συχνά
έτρεφαν έναντι του χρέους την βαθιά
απέχθεια που γεννά η ακόμη πρόσφατη
ανάμνηση της φτώχειας. Οι τραπεζίτες
λατρεύουν τους δανειολήπτες που έχουν
λίγα χρέη και μια μικρή εξασφάλιση –
ένα αγρόκτημα ή ένα διαμέρισμα στην
Νάπολη, την Αθήνα ή την Ανδαλουσία. Αφού
διαλύθηκε ο φόβος της υποτίμησης των
λιρετών, δραχμών ή πεσετών που είχαν
στην τσέπη, αυτοί οι Νότιοι έγιναν οι
πελάτες που τραπεζίτες όπως ο Φραντς
είχαν εντολή να στοχεύσουν.»
Στο κείμενό του, ο Γιάνης Βαρουφάκης
αναφέρεται σε μια συζήτηση που είχε το
2011 με τον Φραντς, έναν αντιπρόσωπο
γερμανικής τράπεζας:
«Ο Φραντς δεν εφείσθη κόπων
για να με κάνει να αντιληφθώ τον
αιφνιδιαστικό χαρακτήρα και την ορμή
της επίθεσης της τράπεζάς του στην
περιφέρεια της Ευρώπης. Το νέο της
επιχειρηματικό πλάνο ήταν ξεκάθαρο: να
εξασφαλίσει ένα μεγάλο μερίδιο της
αγοράς της ευρωζώνης όπου οι άλλες
τράπεζες, ειδικά οι γαλλικές τράπεζες,
δάνειζαν κι εκείνες αφειδώς. Πράγμα που
δεν μπορούσε παρά να σημαίνει ένα μόνο
πράγμα: να δανείζεις σε ελλειμματικές
χώρες που παρείχαν στους τραπεζίτες
ένα τρίπτυχο πλεονεκτημάτων.
Πρώτον,
το χαμηλό ποσοστό ιδιωτικού δανεισμού
άφηνε ένα τεράστιο περιθώριο μαζικής
αύξησης των δανείων. Όταν έκαναν κατά
προσέγγιση υπολογισμούς, έτρεχαν τα
σάλια των γάλλων και γερμανών τραπεζιτών
με την ιδέα των προοπτικών πίστωσης στη
Μεσόγειο, στην Πορτογαλία και στην
Ιρλανδία. Σε αντίθεση με τους βρετανούς
ή ολλανδούς πελάτες οι οποίοι, χρεωμένοι
μέχρι τον λαιμό, δεν μπορούσαν να
δανειστούν παρά ελάχιστα ή και καθόλου,
οι έλληνες και ισπανοί πελάτες μπορούσαν
να τετραπλασιάσουν τα δάνειά τους. Τόσο
μικρός ήταν ο αρχικός τους δανεισμός.
Δεύτερον, οι εξαγωγές των
πλεονασματικών χωρών προς τις ελλειμματικές
χώρες που είχαν προσχωρήσει στο ευρώ
ήταν πλέον προστατευμένες από τις
υποτιμήσεις των ασθενών νομισμάτων,
που δεν υπήρχαν πια. Για τους τραπεζίτες,
είχε μπει σε λειτουργία ένας ενάρετος
κύκλος: η αύξηση των δανείων τους προς
τις ελλειμματικές χώρες επέτρεπε να
προβλεφθεί μια επιτάχυνση της εσωτερικής
τους ανάπτυξης, πράγμα που δικαιολογούσε
συνεπώς τα δάνεια που τους χορηγούσαν.
Τρίτον, οι γερμανοί τραπεζίτες ήταν
εκστατικοί μπροστά στην διαφορά ανάμεσα
στα επιτόκια που μπορούσαν να τιμολογήσουν
στην Γερμανία και εκείνα που ίσχυαν σε
χώρες όπως η Ελλάδα. Η μεγάλη διαφορά
μεταξύ των δυο ήταν ή άμεση συνέπεια
της ανισορροπίας των εμπορικών σχέσεων
μεταξύ των χωρών. Ένα σημαντικό εμπορικό
πλεόνασμα σημαίνει ότι τα αυτοκίνητα
και τα πλυντήρια πηγαίνουν από την
πλεονασματική χώρα στην ελλειμματική
ενώ το χρήμα διαγράφει την αντίστροφη
πορεία. Η πλεονασματική χώρα πλημμυρίζει
με «ρευστό» - χρήματα που συγκεντρώνονται
εκεί ανάλογα με τις καθαρές εξαγωγές
που ξεχύνει πάνω στον εμπορικό του
εταίρο. Αφού υπάρχει όλο και περισσότερο
χρήμα στις τράπεζες της πλεονασματικής
χώρας – στην Φρανκφούρτη για να είμαστε
ακριβείς – γίνεται όλο και πιο διαθέσιμο,
δηλαδή, όλο και λιγότερο ακριβό για
δανεισμό. Με άλλα λόγια, η τιμή του
πέφτει. Και, ποια είναι η τιμή του
χρήματος; Το επιτόκιο! Τα επιτόκια στην
Γερμανία ήταν λοιπόν πολύ χαμηλότερα
απ’ ό,τι στην Ελλάδα, την Ισπανία και
τις άλλες παρόμοιες χώρες όπου οι εκροές
χρημάτων - αφού οι Έλληνες και οι Ισπανοί
αγόραζαν όλο και περισσότερα Volkswagen -
διατηρούσαν την τιμή των ευρώ στην Νότια
Ευρώπη υψηλότερη απ’ ό,τι στην Γερμανία.»
Πηγή
και παραπομπές:
Comments
Post a Comment